- σαρκίδιον
- σαρκίδιονa bit of fleshneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαρκιδίοις — σαρκίδιον a bit of flesh neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκιδίου — σαρκίδιον a bit of flesh neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκιδίων — σαρκίδιον a bit of flesh neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκιδίῳ — σαρκίδιον a bit of flesh neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκίδια — σαρκίδιον a bit of flesh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МАРК АВРЕЛИЙ АНТОНИН — МАРК АВРЕЛИЙ АНТОНИН (Marcus Aurelius Antoninus) (26.04.121, Рим 17.03.180, Виндобона, Вена), последний крупный представитель Поздней Стой, римский император (с 161). Биография. Родился в знатной семье и был назван Марком Катилием Севером … Античная философия
σαρκίδιο — το / σαρκίδιον, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) μικρό τεμάχιο σάρκας νεοελλ. 1. ανατ. οποιαδήποτε μικρή σαρκώδης έκφυση 2. βοτ. σαρκώδης έκφυση στο σπέρμα ορισμένων φυτών αρχ. 1. η κλειτορίδα 2. η οπή τής ουρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + υποκορ. κατάλ … Dictionary of Greek